• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
Σε αυτή τη σελίδα: choked up, choke up

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
choked up adj informal (speechless with emotion)που έχει μείνει άφωνος, που έχει χάσει τα λόγια του έκφρ
 Darren was choked up when his stepson told him he loved him.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
choke up vi phrasal (be emotional, unable to speak)έχω κόμπο στο λαιμό έκφρ
choke up on [sth] v expr (baseball bat: hold higher up) (μπαστούνι μπέιζμπολ)κρατάω από ψηλότερο σημείο περίφρ
 The player claimed he had better control when he choked up on the bat.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση choked up στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «choked up».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!